οξαζόλιο

οξαζόλιο
το
χημ. ετεροκυκλική αζωτούχα οργανική ένωση με πενταμελή δακτύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxazole < οξ(υ)-* + αζόλη (< az-, τ. τής διεθνούς επιστημονικής ορολογίας για το άζωτο + -ole, κατάλ. τής χημικής ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”